- καινόταφον
- καινό-τᾰφον σχῆμα, for καινὸν σχῆμα τάφου, AP7.686 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καινόταφος — καινόταφος, ον (Α) (μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος] … Dictionary of Greek